Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ηθικολόγος [s. masch. e femm.] ηκούγω [v. trans e intr.]
ηθικολογώ [v. intr.] ηκουστός [agg.]
ηθικοπλαστικός [agg.] ηλάγρα [s. femm.]
ηθικοποιημένος [agg.] ηλακάτη {ηλακατών}
ηθικοποίηση [s. femm.] ήλγειμα [s. nt.]
ηθικοποιώ [v. trans.] ηλεγμένος [agg.]
ηθικός [agg.] Ηλέκτρα [nome pr. femm.]
ηθικότατος [agg.] ηλεκτραρνητικός [agg.]
ηθικότερος [agg.] ηλεκτραρνητικότητα [s. femm.]
ηθικότητα [s. femm.] ηλεκτρεγερτικός [agg.]
ηθικώτατος [agg.] ηλεκτρίζομαι [v. pass.]
ηθικώτερος [agg.] ηλεκτρίζω [v. trans.]
ήθισις [s. femm.] ηλεκτρικό {χωρ. πληθ...
ηθμοειδές [s. nt.] ηλεκτρικός [agg.]
ηθμοειδής {ηθμοειδ-ο... ηλέκτριση {-ης κ. -ί...
ηθμός [s. masch.] ηλεκτρισμένος [agg.]
ηθογραφία {ηθογραφιώ... ηλεκτρισμός [s. masch.]
ηθογράφος [s. masch. e femm.] ήλεκτρο [s. nt.]
ηθολογία {ηθολογιών... ηλεκτρο– [pref.]
ηθολογικός [agg.] ηλεκτροακουστική [s. femm.]
ηθολόγος [s. masch. e femm.] ηλεκτροακουστικός [agg.]
ηθοπλαστικός [agg.] ηλεκτροβιολογία {χωρ. πληθ...
ηθοποιία {χωρ. πληθ... ηλεκτρογεννήτρια {ηλεκτρογε...
ηθοποιός [s. masch. e femm.] ηλεκτρόδιο {ηλεκτροδί...
ήθος {ήθ-ους | ... ηλεκτροδότηση {-ης κ. -ή...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: