Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoηλεκτρικός
aggettivo elettrico ηλεκτρικό ρεύμα → corrente elettrica | ηλεκτρικό πεδίο → campo elettrico | ηλεκτρικός θερμoσίφωνας → scaldabagno elettrico permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiη ηλεκτρική μονάδα = centrale θηλ. elettrica || το ηλεκτρικό μάτι = fornello αρσ. elettrico || σκουπίζω με την ηλεκτρική σκούπα = passare l'aspirapolvere || η ηλεκτρική καρέκλα = sedia θηλ. elettrica || η ηλεκτρική στήλη = torcia θηλ. elettrica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |