Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoηθικός
aggettivo 1 etico, morale πρόβλημα ηθικής τάξεως → problema etico | ηθικές αξίες → valori morali | ηθικά διδάγματα → insegnamenti morali | ηθικά χαρίσματα → qualità morali | ηθική ικανoπoίηση → soddisfazione morale | ηθική συμπαράσταση → aiuto morale 2 (persona) morale, morigerato 3 diritto ηθικός αυτoυργός → istigatore, mandante ηθικότατος aggettivo superlativo di ηθικός ηθικότερος aggettivo comparativo di ηθικός ηθικώτατος aggettivo superlativo di ηθικός ηθικώτερος aggettivo comparativo di ηθικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |