Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ενδοφλέβιος [agg.] ενενηντάρα {χωρ. γεν....
ενδοχώρα {χωρ. πληθ... ενενηντάρης {ενενηντάρ...
ένδυμα {ενδύμ-ατο... ενενηνταριά {χωρ. πληθ...
ενδυμασία {ενδυμασιώ... ενενηντάρισσα [s. femm.]
ενδυματολόγιο {ενδυματολ... ενεντραλώ [v. trans.]
ενδυματολόγος [s. masch. e femm.] ενεός [agg.]
ενδυναμωμένος [agg.] ενεπίγραφος [agg.]
ενδυναμώνομαι [v. pass.] ενέπιον [avv.]
ενδυναμώνω {ενδυνάμω-... ενεργά [avv.]
ενδυνάμωση {-ης κ. -ώ... ενέργεια {-ας κ. (λ...
ένδυση {-ης κ. -ύ... ενεργειακός [agg.]
ενδύω Ρ9 αόρ. εν... ενεργητικά [avv.]
ενδώσμωση [s. femm.] ενεργητικό {χωρ. πληθ...
ενέδρα {σπάν. ενε... ενεργητικός [agg.]
ενεδρευτικός [agg.] ενεργητικότατος [agg.]
ενεδρεύω [v. intr.] ενεργητικότερος [agg.]
ένεκα [prep.] ενεργητικότητα {χωρ. πληθ...
ένεκεν [prep.] ενεργητικώτατος [agg.]
ενελικώνομαι [v. pass.] ενεργητικώτερος [agg.]
ενεμπιστεύομαι [v. pass.] ενεργοποίηση {-ης κ. -ή...
ενεμπιστοσύνη [s. femm.] ενεργοποιητής [agg.]
ενέμπροστας [avv.] ενεργοποιούμαι [-είσαι, -...
ενενηκοντούτις {ενενηκοντ... ενεργοποιώ {ενεργοποι...
ενενηκοστός [agg.] ενεργός [agg.]
ενενήντα [agg. num. card.] ενεργούμενο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: