Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoενεργητικό
sostantivo neutro economia attivo anche in senso figurato ισολογισμός που παρουσιάζει ενεργητικό → bilancio attivo | έχει πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του → ha molti successi al suo attivo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |