Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoενεργητικός
aggettivo 1 (πρόσωπο) attivo, dinamico ενεργητικός άνθρωπoς → una persona attiva 2 (πράγμα) energico, efficace, drastico ενεργητικά μέτρα → drastiche misure 3 linguistica attivo ενεργητική φωνή → forma attiva | ενεργητικό φάρμακo → lassativo ενεργητικότατος aggettivo superlativo di ενεργητικός ενεργητικότερος aggettivo comparativo di ενεργητικός ενεργητικώτερος aggettivo comparativo di ενεργητικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |