Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoενεργητικότητα
sostantivo femminile dinamismo [m], energia δεν ξέρει πού να διοχετεύσει την ενεργητικότητά του → non sa dove incanalare le sue energie permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |