Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διασυρμένος [agg.] διατάζω {διέταξα, ...
διασυρμός [s. masch.] διατακτική [s. femm.]
διασύρομαι Ρ αόρ. διέ... διατακτικός [agg.]
διασύρω {διέσυρα, ... διάτανος {χωρ. γεν....
διασύρων [agg.] διάταξη {-ης κ. -ά...
διασφαλίζομαι [v. pass.] διατάξτε! [int.]
διασφαλίζω {διασφάλισ... διαταραγμένος [agg.]
διασφάλιση {-ης κ. -ή... διαταράζω {διατάρα-ξ...
διασφαλισμένος [agg.] διατάραξη {-ης κ. -ά...
διασχίζω {διέσχισα,... διαταράσσομαι [v. pass.]
διασχισμένος [agg.] διαταράσσω {διατάρα-ξ...
διασώζομαι αόρ. διέσω... διαταραχές [s. masch. pl.]
διασώζω {διέσω-σα,... διαταραχή [s. femm.]
διασώζων [agg.] διάταση {-ης κ. -ά...
διασωληνωμένος [agg.] διατάσσω {διέταξα, ...
διασωληνώνω (διασωλήν-... διατεθειμένος [agg.]
διασωλήνωση {-ης κ. -ώ... διατείνομαι {μόνο σε ε...
διάσωση {-ης κ. -ώ... διατελώ {διατελείς...
διάσωσις [s. femm.] διατέμνω [v. trans.]
διασωσμένος [agg.] διατεταγμένος [agg.]
διασώσω (διέσωσα, ... διατηρημένος [agg.]
διάτα {χωρ. πληθ... διατήρηση {-ης κ. -ή...
διαταγή [s. femm.] διατηρητέος [agg.]
διάταγμα {διατάγμ-α... διατηρητικός [agg.]
διαταγμένος [agg.] διατηρούμαι [v. pass.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: