Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιατηρούμαι
verbo passivo 1 mantenersi διατηρείται καλά παρά την ηλικία του → si mantiene bene per la sua età 2 mantenersi; rimanere διατηρείται στη ζωή με δυσκολία → si mantiene in vita a fatica 3 mantenersi; conservarsi αυτά τα φάρμακα διατηρούνται στο ψυγείο → questi medicinali devono essere conservati in frigo | παραδόσεις που διατηρούνται αναλλοίωτες → tradizioni che si conservano intatte διατηρώ verbo transitivo 1 dominare; controllare; frenare διατηρώ την αυτοκυριαρχία μου → saper controllare se stesso, avere dell'autocontrollo 2 (κρατώ) mantenere διατηρώ τη φωτιά αναμμένη → mantenere il fuoco acceso | διατηρώ την τάξη → mantenere l'ordine 3 conservare διατηρούν τα έθιμα του τόπου τους → conservano le usanze del loro paese 4 mantenere; sostenere διατηρεί πολυμελή οικογένεια → mantiene una famiglia numerosa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |