Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιαταραχή
sostantivo femminile 1 disturbo [m]; disordine [m] κοινωνικές διαταραχές → disordini sociali 2 medicina disturbo [m]; turba [f] στομαχικές διαταραχές → disturbi allo stomaco | διαταραχή του αναπνευστικού → disturbo respiratorio | ψυχικές διαταραχές → turbe psichiche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |