Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διαταραγμένος [agg.] διατομή [s. femm.]
διαταράζω {διατάρα-ξ... διατομικός [agg.]
διατάραξη {-ης κ. -ά... διάτομο [s. nt.]
διαταράσσομαι [v. pass.] διατονία [s. femm.]
διαταράσσω {διατάρα-ξ... διατονικός [agg.]
διαταραχές [s. masch. pl.] διατονικότητα [s. femm.]
διαταραχή [s. femm.] διάτορος [agg.]
διάταση {-ης κ. -ά... διατρανωμένος [agg.]
διατάσσω {διέταξα, ... διατρανώνω {διατράνω-...
διατεθειμένος [agg.] διατράνωση [s. femm.]
διατείνομαι {μόνο σε ε... διατρέφομαι Ρ αόρ. διέ...
διατελώ {διατελείς... διατρέφω {διέθρεψα ...
διατέμνω [v. trans.] διατρέχω {διέτρεξα}...
διατεταγμένος [agg.] διάτρηση {-ης κ. -ή...
διατηρημένος [agg.] διάτρησις [s. femm.]
διατήρηση {-ης κ. -ή... διατρητικός [agg.]
διατηρητέος [agg.] διάτρητος [agg.]
διατηρητικός [agg.] διατρήτρια {διατρητρι...
διατηρούμαι [v. pass.] διατριβή [s. femm.]
διατηρώ {διατηρείς... διατρίβω {διέτριψα}...
διατηρών [agg.] διατροφή {χωρ. πληθ...
διατίθεμαι αόρ. διέθε... διατροφικός [agg.]
διατιμημένος [agg.] διατρυπημένος [agg.]
διατίμηση {-ης κ. -ή... διατρύπηση [s. femm.]
διατιμώ {διατιμάς.... διατρυπώ {διατρυπάς...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: