Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιατρέχω
verbo transitivo 1 attraversare; percorrere το ποτάμι διατρέχει την κοιλάδα → il fiume attraversa la valle | ένα ρίγος με διέτρεξε → sono stato percorso da un brivido 2 trovarsi in διατρέχω το εικοστό έτος της ηλικίας μου → trovarsi al ventesimo anno d'età+++διατρέχω κίνδυνο → correre un pericolo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |