Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διακορευμένος [agg.] διακρίνω {διέκρινα,...
διακόρευση [s. femm.] διακρίνων [agg.]
διακορευτής [s. masch.] διάκριση {-ης κ. -ί...
διακορεύω {διακόρευσ... διάκρισις [s. femm.]
διάκος [s. masch.] διακριτικά [avv.]
διακόσα [s. nt.] διακριτικά [s. nt. pl.]
διακοσαριά {χωρ. πληθ... διακριτικός [agg.]
διακόσια [s. nt.] διακριτικότατος [agg.]
διακοσιετηρίδα [s. femm.] διακριτικότερος [agg.]
διακόσιοι {διακοσίων... διακριτικότητα {χωρ. πληθ...
διακοσιοστός [agg.] διακριτικώτατος [agg.]
διακοσμημένος [agg.] διακριτικώτερος [agg.]
διακόσμηση {-ης κ. -ή... διακριτός [agg.]
διακοσμητής [s. masch.] διακυβέρνηση {-ης κ. -ή...
διακοσμητικός [agg.] διακυβερνώ [-άς, -ά] ...
διακοσμήτρια {διακοσμητ... διακύβευση [s. femm.]
διάκοσμος {διακόσμου... διακυβεύω {διακύβευ-...
διακοσμώ {διακοσμεί... διακυμαίνομαι {διακυμάνθ...
διακόσοι [agg. num. card.] διακυμαινόμενος [agg.]
διακρατικός [agg.] διακύμανση {-ης κ. -ά...
διακριβωμένος [agg.] διακυττάριος [agg.]
διακριβώνω {διακρίβω-... διακωμωδημένος [agg.]
διακρίβωση [s. femm.] διακωμώδηση [s. femm.]
διακρίνομαι Ρ πρτ. και... διακωμωδώ {διακωμωδε...
διακρινόμενος [agg.] διαλάλημα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: