Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιακριτικός
aggettivo 1 distintivo διακριτικό γνώρισμα → segno distintivo 2 discreto διακριτική συμπεριφορά → un comportamento discreto διακριτικότατος aggettivo superlativo di διακριτικός διακριτικότερος aggettivo comparativo di διακριτικός διακριτικώτατος aggettivo superlativo di διακριτικός διακριτικώτερος aggettivo comparativo di διακριτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |