Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιακρίνομαι
verbo passivo distinguersi; emergere διακρίνεται για την τιμιότητά του → si distingue per la sua onestà | διακρίθηκε στις σπουδές του → si è distinto negli studi διακρίνω verbo transitivo 1 distinguere; discernere διακρίνω το καλό απ' το κακό → distinguere il bene dal male 2 riconoscere σε διακρίνω από τη φωνή → ti riconosco dalla voce 3 distinguere; individuare; capire δεν μπορώ να διακρίνω από πού έρχεται ο θόρυβος → non riesco a individuare da dove viene il rumore 4 intravvedere; scorgere διακρίνω κάποιον μέσα στο πλήθος → individuare qualcuno in mezzo alla folla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |