Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γυαλίζω {γυάλισ-α,... γυμναστήριο {γυμναστήρ...
γυαλικά [s. nt. pl.] γυμναστής [s. masch.]
γυαλικό [s. nt.] γυμναστική [s. femm.]
γυάλινος [agg.] γυμναστικός [agg.]
γυάλισμα {γυαλίσματ... γυμνάστρια {γυμναστρι...
γυαλισμένος [agg.] γύμνια {χωρ. πληθ...
γυαλιστερός [agg.] γυμνισμός {χωρ. πληθ...
γυαλιστικός [agg.] γυμνιστής [s. masch.]
γυαλοκοπάω [v. trans.] γυμνιστικός [agg.]
γυαλόχαρτο {υαλοχάρτ-... γυμνίστρια [s. femm.]
γυλιός [s. masch.] γυμνό [s. nt.]
γυμνά [avv.] γυμνοκαρπικός [agg.]
γυμνάζομαι (-) γυμνόκαρπος [agg.]
γυμνάζω {γύμνασ-α,... γυμνός [agg.]
γυμνάσια [s. nt. pl.] γυμνοσάλιαγκας [s. masch.]
γυμνασιακός [agg.] γυμνόσπερμα {γυμνοσπέρ...
γυμνασιάρχα [s. femm.] γυμνόστηθη [avv.]
γυμνασιάρχης {(θηλ. γυμ... γυμνόστηθος [agg.]
γυμνασιάρχισσα {γυμνασιαρ... γυμνότατος [agg.]
γυμνάσιμος [agg.] γυμνότερος [agg.]
γυμνάσιο {γυμνασί-ο... γυμνότητα [s. femm.]
γυμνασιόπαιδο {γυμνασιοπ... γύμνωμα [s. nt.]
γυμνασιόπαις {γυμνασιόπ... γυμνωμένος [agg.]
γύμνασμα {γυμνάσμ-α... γυμνώνω {γύμνω-σα,...
γυμνασμένος [agg.] γύμνωση [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: