Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γυμνωμένος
aggettivo
1 participio passato del verbo γυμνώνω
2 disfatto
3 ignudo
4 spoglio
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γυναικάδελφος [-ου, ο] |
γυναικαδέρφη [-ης, η] |
γυναικάδερφος [-ου, ο] |
γυναικάκιας [-α, ο] |
γυναικάς [-ά, ο] |
γυναικείος [-εία, -εί... |
γυναίκες [-ων, οι] |
γυναικίσιος [-ια, -ιο] |
γυναικίστικος [-ικη, -ικ... |
γυναικοδουλειά [-άς, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|