Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γυμναστής
sostantivo maschile
1 ginnasta [m]
2 (καθηγητής) insegnante [m] di educazione fisica
γυμνάστρια
sostantivo femminile
1 femminile di γυμναστής ^-ή, ο^
2 ginnasta [f]
3 (καθηγητής) insegnante [f] di educazione fisica
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γυμνασιόπαιδο [-ου, το] |
γυμνασιόπαις [-παιδος, ... |
γύμνασμα [-ατος, το... |
γυμνασμένος [-η, -ο] |
γυμναστήριο [-ου, το] |
γυμναστής [-ή, ο] |
γυμναστική [-ής, η] |
γυμναστικός [-ή, -ό] |
γυμνάστρια [-ας, η] |
γύμνια [-ας, η] |
γυμνισμός [-ού, ο] |
γυμνιστής [-ή, ο] |
γυμνιστικός [-ή, -ό] |
γυμνίστρια [-ας, η] |
γυμνό [-ού, το] |
γυμνοκαρπικός [-ή, -ό] |
γυμνόκαρπος [-η, -ο] |
γυμνός [-ή, -ό] |
γυμνοσάλιαγκας [-α, ο] |
γυμνόσπερμα [-ων, τα] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|