Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γυμνό
sostantivo neutro
nudo [m] το γυμνό στην τέχνη → il nudo nell'arte
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γύμνια [-ας, η] |
γυμνισμός [-ού, ο] |
γυμνιστής [-ή, ο] |
γυμνιστικός [-ή, -ό] |
γυμνίστρια [-ας, η] |
γυμνό [-ού, το] |
γυμνοκαρπικός [-ή, -ό] |
γυμνόκαρπος [-η, -ο] |
γυμνός [-ή, -ό] |
γυμνοσάλιαγκας [-α, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|