Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γεωμάντης [s. masch.] γεωτρυπανιστής [s. masch.]
γεωμαντία [s. femm.] γεωτρύπανο [s. nt.]
γεωμαντικός [agg.] γεωφαγία [s. femm.]
γεωμέτρης {γεωμετρών... γεωφάγος [s. masch. e femm.]
γεωμετρία {χωρ. πληθ... γεωφυσική [s. femm.]
γεωμετρικά [avv.] γεωφυσικός [agg.]
γεωμετρικός [agg.] γεωφυσικός [s. masch. e femm.]
γεωμετρικότητα [s. femm.] γεωχημεία [s. femm.]
γεωμέτρισσα {γεωμετρών... γεωχημικός [s. masch. e femm.]
γεωμορφολογία {χωρ. πληθ... γη (χωρίς πλη...
γεωοικονομία {χωρ. πληθ... γηγενής {γηγεν-ούς...
γεωπολιτική [s. femm.] γηγενής [s. masch. e femm.]
γεωπολιτικός [agg.] γηέδαφος [s. masch.]
γεωπονία {χωρ. πληθ... γηθόσυνος [agg.]
γεωπονική [s. femm.] γήινος [agg.]
γεωπόνος [s. masch. e femm.] γήλοφος {γηλόφ-ου ...
γεωργία {χωρ. πληθ... γήπεδο {γηπέδ-ου ...
γεωργικός [agg.] γηπεδούχοι [s. masch. pl.]
γεωργός [s. masch. e femm.] γηπεδούχος [agg.]
γεωργώ [-είς, -εί... γηραιός [agg.]
γεωσύγκλινο {γεωσυγκλί... γηραιότατος [agg.]
γεώτρηση {-ης κ. -ή... γηραιότερος [agg.]
γεωτροπικός [agg.] γηραλέος [agg.]
γεωτροπισμός {χωρ. πληθ... γήρανση {-ης κ. -ά...
γεωτρυπανισμός [s. masch.] γήρανσις [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: