Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γήλοφος
sostantivo maschile
1 altura [f]
2 collinetta [f]
3 mammellone [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γηγενής [-ής, -ές] |
γηγενής [-ή, ο|η] |
γηέδαφος [-ου, ο] |
γηθόσυνος [-ος, -ο] |
γήινος [-η, -ο] |
γήλοφος [-ου, ο] |
γήπεδο [-ου, το] |
γηπεδούχοι [-ων, οι] |
γηπεδούχος [-ος/-α, -... |
γηραιός [-ά, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|