Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γεωτρυπανισμός
sostantivo maschile
1 trivellatura [f]
2 trivellazione [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γεωφυσική [-ής, η] |
γεωφυσικός [-ή, -ό] |
γεωφυσικός [-ού, ο|η] |
γεωχημεία [-ας, η] |
γεωχημικός [-ού, ο|η] |
γη [γης, η] |
γηγενής [-ής, -ές] |
γηγενής [-ή, ο|η] |
γηέδαφος [-ου, ο] |
γηθόσυνος [-ος, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|