Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γεωπονία
sostantivo femminile
agraria [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γεωμέτρισσα [-ας, η] |
γεωμορφολογία [-ας, η] |
γεωοικονομία [-ας, η] |
γεωπολιτική [-ής, η] |
γεωπολιτικός [-ή, -ό] |
γεωπονία [-ας, η] |
γεωπονική [-ής, η] |
γεωπόνος [-ου, ο|η] |
γεωργία [-ας, η] |
γεωργικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|