Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βιοπαλαίστρια {βιοπαλαισ... βιοχημικός [agg.]
βιοπάλη {χωρ. πληθ... βιοψία [s. femm.]
βιοπορισμός [s. masch.] βιο– [pref.]
βιοποριστικός [agg.] βίρα! [int.]
βιοπρωτεΐνη [s. femm.] Βιργίλιος {-ου κ. -ί...
βιορυθμός {βιορρύθμ-... Βιρμανή [s. femm.]
βιος [s. nt.] Βιρμανός [s. masch.]
βίος [s. masch.] βιρτουόζος [s. masch.]
βίος {χωρ. πληθ... Βισιγότθος [s. masch.]
βιοσύνθεση {-ης κ. -έ... βισκόζη [s. femm.]
βιόσφαιρα {χωρ. πληθ... βισμούθιο {βισμούθιο...
βιοτέχνης {βιοτεχνών... Βισνού [s. masch.]
βιοτεχνία {βιοτεχνιώ... Βισνουϊσμός [s. masch.]
βιοτεχνικός [agg.] βίσονας [s. masch.]
βιοτεχνολογία {βιοτεχνολ... βιταλισμός [s. masch.]
βιοτεχνολογικός [agg.] βιταμίνη {βιταμινών...
βιοτεχνολόγος [s. masch. e femm.] βιταμινικός [agg.]
βιοτικός [agg.] βιταμινούχος [agg.]
βιότοπος [s. masch.] βιτρίνα {δύσχρ. βι...
βιότυπος {βιοτύπ-ου... βιτριόλι {βιτριολ-ι...
βιοφυσική [s. femm.] βιτριολίζω [v. trans.]
βιοφυσικός [agg.] Βιτσέντζος [nome pr. masch.]
βιοφωσφορίζων [agg.] βιτσιά [s. femm.]
βιοφωσφορισμός {χωρ. πληθ... βιτσίζω (βίτσισα)
βιοχημεία [s. femm.] βίτσιο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: