Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιοψία
sostantivo femminile
medicina biopsia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Βιρμανός [-ού, ο] |
βιρτουόζος [-ου, ο] |
Βισιγότθος [-ου, το] |
βισκόζη [-ης, η] |
βισμούθιο [-ου, το] |
Βισνού [-, ο] |
Βισνουϊσμός [-ού, ο] |
βίσονας [-α, ο] |
βιταλισμός [-ού, ο] |
βιταμίνη [-ης, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|