Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιοποριστικός
aggettivo
relativo al procacciarsi i mezzi di sostentamento βιοποριστική απασχόληση → occupazione che ci procura da vivere || i mezzi di sostentamento
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιονικός [-ό, -ή] |
βιοπαλαιστής [-ή, ο] |
βιοπαλαίστρια [-ας, η] |
βιοπάλη [-ης, η] |
βιοπορισμός [-ού, ο] |
βιοποριστικός [-ή, -ό] |
βιοπρωτεΐνη [-ης, η] |
βιορυθμός [-ού, ο] |
βιος [-ου, το] |
βίος [-ου, ο] |
βίος [-ου, το] |
βιοσύνθεση [-ης, η] |
βιόσφαιρα [-ας, η] |
βιοτέχνης [-η, ο|η] |
βιοτεχνία [-ας, η] |
βιοτεχνικός [-ή, -ό] |
βιοτεχνολογία [-ας, η] |
βιοτεχνολογικός [-ή, -ό] |
βιοτεχνολόγος [-ου, ο|η] |
βιοτικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|