Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιοτέχνης
sostantivo maschile e femminile
1 artigiano [m]
2 fabbricante [mf]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιος [-ου, το] |
βίος [-ου, ο] |
βίος [-ου, το] |
βιοσύνθεση [-ης, η] |
βιόσφαιρα [-ας, η] |
βιοτέχνης [-η, ο|η] |
βιοτεχνία [-ας, η] |
βιοτεχνικός [-ή, -ό] |
βιοτεχνολογία [-ας, η] |
βιοτεχνολογικός [-ή, -ό] |
βιοτεχνολόγος [-ου, ο|η] |
βιοτικός [-ή, -ό] |
βιότοπος [-ου, ο] |
βιότυπος [-ου, ο] |
βιοφυσική [-ής, η] |
βιοφυσικός [-ή, -ό] |
βιοφωσφορίζων [-ουσα, -ο... |
βιοφωσφορισμός [-ού, ο] |
βιοχημεία [-ας, η] |
βιοχημικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|