Notice: Undefined index: NPNP in /home/websites/grecomoderno.com/www/dizionario-greco-italiano.php on line 717

Notice: Trying to access array offset on value of type null in /home/websites/grecomoderno.com/www/dizionario-greco-italiano.php on line 717
ERRORE: NPNP DIZIONARIO GRECO MODERNO

Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βακελίτης {βακελιτών... βαλβιδικός [agg.]
βακιλοειδής [agg.] βαλβιδοειδής [agg.]
βάκιλος {βακίλ-ου ... βαλβιδόμορφος [agg.]
βακτηρία {βακτηριών... Βαλεντίνη [nome pr. femm.]
βακτηριακός [agg.] Βαλεντίνος [nome pr. masch.]
βακτηρίδιο {βακτηριδί... Βαλέρια [nome pr. femm.]
βακτηριδιοκτόνο [s. masch.] βαλεριάνα {χωρ. πληθ...
βακτήριο {βακτηρί-ο... βαλεριανή [s. femm.]
βακτηριοειδής [agg.] βαλερικός [agg.]
βακτηριοθεραπεία {βακτηριοθ... Βαλέριος [nome pr. masch.]
βακτηριοκτόνο [s. masch.] βαλές {βαλέδες}
βακτηριοκτόνος [agg.] βαλίτζα [s. femm.]
βακτηριολογία {χωρ. πληθ... βαλίτσα {βαλιτσών}
βακτηριολογικός [agg.] Βαλκάνια [npnp]
βακτηριολόγος [s. masch. e femm.] βαλκάνια [s. femm.]
βακχεία {βακχειών} βαλκανικός [agg.]
βακχικός [agg.] βαλκάνιος [s. masch.]
βαλανίδι {βαλανιδ-ι... βαλκανοποίηση [s. femm.]
βαλανιδιά [s. femm.] βαλκανοποιώ [v. trans.]
βάλανος {βαλάν-ου ... Βαλκυρία [s. femm.]
βαλάντιο [s. nt.] βαλλισμός [s. masch.]
βαλάντωμα [s. nt.] βαλλιστική [s. femm.]
βαλαντώνω (βαλάντ-ωσ... βαλλιστικός [agg.]
βαλαντώνω (βαλάντ-ωσ... βαλλίστρα {βαλλιστρώ...
βαλβίδα [s. femm.] βάλλω {έβαλα (να...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: