Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βάλανος
sostantivo femminile
glande [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βαλβίδα [-ας, η] |
βαλβιδικός [-ή, -ό] |
βαλβιδοειδής [-ής, -ές] |
βαλβιδόμορφος [-η, -ο] |
Βαλεντίνη [-ης, η] |
Βαλεντίνος [-ου, ο] |
Βαλέρια [-ας, η] |
βαλεριάνα [-ας, η] |
βαλεριανή [-ής, η] |
βαλερικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|