Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βακχεία
sostantivo femminile
1 depravazione [f]
2 dissolutezza [f]
3 ebbrezza [f]
4 lascivia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βακτηριοκτόνο [-ου, ο] |
βακτηριοκτόνος [-ος, -ο] |
βακτηριολογία [-ας, η] |
βακτηριολογικός [-ή, -ό] |
βακτηριολόγος [-ου, ο|η] |
βακχεία [-ας, η] |
βακχικός [-ή, -ό] |
βαλανίδι [-ιού, το] |
βαλανιδιά [-άς, η] |
βάλανος [-ου, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|