Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βαλανίδι
sostantivo neutro
variante di βελανίδι ^-ού, το^
βελανίδι
sostantivo neutro
botanica ghianda [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βακτηριολογία [-ας, η] |
βακτηριολογικός [-ή, -ό] |
βακτηριολόγος [-ου, ο|η] |
βακχεία [-ας, η] |
βακχικός [-ή, -ό] |
βαλανίδι [-ιού, το] |
βαλανιδιά [-άς, η] |
βάλανος [-ου, η] |
βαλάντιο [-ου, το] |
βαλάντωμα [-ατος, το... |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|