Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αφιερώνομαι ipf αφιερω... αφιλοχρηματία [s. femm.]
αφιερώνω {αφιέρω-σα... αφιλοχρήματος [agg.]
αφιέρωση {-ης κ. -ώ... αφίνω ipf άφηνα,...
αφιερωτικός [agg.] άφιξη {-ης κ. -ί...
αφιερώτρια {αφιερωτρι... αφιόνι {αφιον-ιού...
αφικνούμαι {αφικνείσα... αφιονίζω {αφιόνισ-α...
αφικνούμενος [agg.] αφιονισμένος [agg.]
αφίλαυτος [agg.] αφιππεύω {αφίππευσα...
αφίληγος [agg.] αφίπταμαι [v. pass.]
αφίλητος [agg.] αφίσα {αφισών}
αφίλιωτος, (raro) αφιλίωτος [agg.] αφισμένος [agg.]
αφιλοκαλία [s. femm.] αφισοκολλημένος [agg.]
αφιλόκαλος [agg.] αφισοκόλληση {-ης κ. -ή...
αφιλοκέρδεια [s. femm.] αφισοκολλητής [s. masch.]
αφιλοκερδής {αφιλοκερδ... αφισοκολλώ [-άς, -ά]
αφιλοκερδώς [avv.] αφίσσα [s. femm.]
αφιλομάθεια [s. femm.] αφιχθείς [agg.]
αφιλομουσία [s. femm.] αφκιασίδωτος [agg.]
αφιλονίκητος [agg.] άφκιαστος [agg.]
αφιλοξενία [s. femm.] αφλεγής [agg.]
αφιλόξενος [agg.] άφλεκτος [agg.]
αφιλοπόλεμος [agg.] αφλογιστία {χωρ. πληθ...
αφιλόπονος [agg.] άφοβα [avv.]
αφιλοτιμία [s. femm.] αφοβέριγος [agg.]
αφιλότιμος [agg.] αφοβέριγος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: