Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αφιέρωση
sostantivo femminile
1 offerta [f] votiva
2 (opera) dedica
3 dedizione [f] αφιέρωση στο καθήκον → dedizione al dovere
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αφίλαυτος [-η, -ο] |
αφίληγος [-η, -o] |
αφίλητος [-η, -ο] |
αφίλιωτος, (raro) αφιλίωτος [-η, -ο] |
αφιλοκαλία [-ας, η] |
αφιλόκαλος [-η, -ο] |
αφιλοκέρδεια [-ας, η] |
αφιλοκερδής [-ής, -ές] |
αφιλοκερδώς [avv.] |
αφιλομάθεια [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|