Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαφιερώνομαι
verbo passivo dedicarsi; consacrarsi; votarsi του αφιερώθηκε αποκλειστικά → si è dedicata esclusivamente a lui | αφιερώθηκε στην επιστήμη → si è consacrato alla scienza | αφιερώθηκε στη μοναστική ζωή → si è votato alla vita monastica | αφιερώνομαι ψυχή τε και σώματι σε μια υπόθεση → dedicarsi, darsi anima e corpo ad una causa αφιερώνω verbo transitivo 1 dedicare; offrire οι Αθηναίοι αφιέρωσαν τον Παρθενώνα στη θεά Αθηνά → gli ateniesi dedicarono il Partenone alla dea Atena | αφιέρωσε ένα χρυσό δισκοπότηρο στην εκκλησία τον χωριού → ha offerto un calice d'oro alla chiesa del villaggio 2 per estensione dedicare; consacrare της αφιέρωσε το τελευταίο του βιβλίο → le ha dedicato il suo ultimo libro | αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη μελέτη → ha consacrato tutta la sua vita allo studio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |