Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαθυστερημένος
aggettivo 1 participio passato del verbo καθυστερώ 2 che tarda, che è in ritardo έρχεται πάντα καθυστερημένος στο γραφείο → arriva sempre in ritardo in ufficio 3 arretrato καθυστερημένες αντιλήψεις → idee arretrate 4 ritardato διανοητικά καθυστερημένος → ritardato mentale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |