Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαϊτάνι
sostantivo neutro
1 cordone [m]
2 legaccio [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαλάζιος [-ια, -ιο] |
γαλαζοαίματος [-η, -ο] |
γαλαζόπετρα [-ας, η] |
γαλαζοπράσινος [-η, -ο] |
γαλαζωπός [-ή, -ό] |
γαλαθηνός [-ή, -ό] |
γαλακταγωγός [-ός, -ό] |
γαλακτερά [-ών, τα] |
γαλακτερός [-ή, -ό] |
γαλακτικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|