Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoγάλα
sostantivo neutro latte [m] κατσικίσιο γάλα → latte di capra | αγελαδινό γάλα → latte di mucca | συμπυκνωμένο γάλα → latte condensato | παστεριωμένο γάλα → latte pastorizzato | γάλα σκόνη → latte in polvere | καφές με λίγο γάλα → caffè macchiato | γάλα με καφέ → caffelatte | αρνάκι γάλακτος → agnellino da latte+++είμαι σαν τη μύγα μες στο γάλα → essere come una mosca nel latte | και του πουλιού το γάλα → ogni ben di Dio | τα πάνε μέλι γάλα → vanno d'amore e d'accordo permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiη σοκολάτα γάλακτος = cioccolato αρσ. al latte || το συμπυκνωμένο γάλα = latte αρσ. condensato || το μερικώς αποβουτυρωμένο γάλα = latte αρσ. parzialmente scremato || η κρέμα γάλακτος = panna θηλ. da cucina Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |