Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαιοκτήμονας
sostantivo maschile
latifondista [mf]; grosso proprietario [m] terriero
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαιώδης [-ης, -ες] |
γάλα [-ατος, το... |
γαλάζιο [-ου, το] |
γαλάζιος [-ια, -ιο] |
γαλαζοαίματος [-η, -ο] |
γαλαζόπετρα [-ας, η] |
γαλαζοπράσινος [-η, -ο] |
γαλαζωπός [-ή, -ό] |
γαλαθηνός [-ή, -ό] |
γαλακταγωγός [-ός, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|