Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


επιβάλλεται
verbo impersonale

si impone επιβάλλεται να ληφθούν δραστικά μέτρα για την αναχαίτιση του πληθωρισμού si impongono drastiche misure per frenare l' inflazione

επιβάλλομαι
verbo passivo

imporsi, farsi valere con la propria autorità δεν ξέρει να επιβάλλεται στούς μαθητές του non sa imporsi sui suoi allievi

επιβάλλω  
verbo transitivo

1 imporre επιβάλλω τη γνώμη μoυ imporre la propria opinione | επιβάλλω φόρο imporre una tassa | επέβαλαν δικτατορία hanno imposto con la violenza un regime dittatoriale
2 infliggere επιβάλλω πoινή infliggere una pena

permalink
continua sotto

<<  επιβαίνω επιβάλλον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---