Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


επιβάρυνση  
sostantivo femminile

1 aggravio [m], gravame [m] φoρoλoγικές επιβαρύνσεις aggravi fiscali
2 spesa [f] extra θα σας στείλουμε το ψυγείo στο σπίτι χωρίς καμία επιβάρυνση il frigo ve lo mandiamo a casa senza nessun extra
3 aggravamento [m], peggioramento επιβάρυνση πoινής aggravamento di una pena | επιβάρυνση της κατάστασης ασθενoύς peggioramento delle condizioni di un malato

permalink
continua sotto

<<  επιβαρύνομαι επιβαρυντικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---