Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βρέγμα
sostantivo neutro
1 bregma [m]
2 fontanella [f]
3 sincipite [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βρέξιμο [-ου, το] |
βρεσίδι [-ιού, το] |
βρέσιμο [-ου, το] |
Βρετανία [-ας, η] |
Βρετανίδα [-ας, η] |
βρετανικός [-ή, -ό] |
Βρετανός [-ού, ο] |
Βρετόνος [-η, -ο] |
βρεφικός [-ή, -ό] |
βρεφοκομείο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|