Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βρέξιμο
sostantivo neutro
il bagnare; annaffiatura [f]; annaffiamento [m]; annaffiata [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βρέγμα [-ατος, το... |
βρεγματικός [-ή, -ό] |
βρεγμένος [-η, -ο] |
βρεκεκεκέξ [-, το] |
βρεμένος [-η, -ο] |
βρέξιμο [-ου, το] |
βρεσίδι [-ιού, το] |
βρέσιμο [-ου, το] |
Βρετανία [-ας, η] |
Βρετανίδα [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|