Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βελτιστοποιώ
verbo transitivo
ottimizzare
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βελτιώσεις [-ων, αι] |
βελτίωση [-ης, η] |
βελτιώσιμος [-η, -ο] |
βελτιωτής [-ή, ο] |
βελτιωτικός [-ή, -ό] |
Βενεζουέλα [-, το] |
Βενεζουελάνα [-ας, η] |
Βενεζουελάνος [-ου, ο] |
Βενετία [-ας, η] |
Βενετός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|