Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
Βενεζουελάνα
sostantivo femminile
1 femminile di Βενεζουελάνος ^-ου, ο^
2 venezuelana [f]; venezolana [f]; abitante [f] del Venezuela
Βενεζουελάνος
sostantivo maschile
venezuelano [m]; venezolano [m]; abitante [m] del Venezuela
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βελτίωση [-ης, η] |
βελτιώσιμος [-η, -ο] |
βελτιωτής [-ή, ο] |
βελτιωτικός [-ή, -ό] |
Βενεζουέλα [-, το] |
Βενεζουελάνα [-ας, η] |
Βενεζουελάνος [-ου, ο] |
Βενετία [-ας, η] |
Βενετός [-ή, -ό] |
βενετσιάνα [-ας, η] |
βενετσιάνικος [-η, -ο] |
Βενετσιάνος [-ου, ο] |
βενζαλδεΰδη [-ης, η] |
βενζένιο [-ου, το] |
βενζινάδικο [-ου, το] |
βενζινάκατος [-ου, ο] |
βενζιναντλία [-ας, η] |
βενζινάς [-ά, ο] |
βενζίνη [-ης, η] |
βενζινοκινητήρας [-α, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|