Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βελουδένιος
aggettivo
vellutato
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βελονισμός [-ού, ο] |
βελονοειδής [-ής, -ές] |
βελονοθεραπεία [-ας, η] |
βελονοθεραπευτής [-ή, ο] |
βέλος [-ους, το] |
βελουδένιος [-ια, -ιο] |
βελούδινος [-ινη, -ιν... |
βελούδο [-ου, το] |
βελούχι [-ου, το] |
βελτιστοποίηση [-ης, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|