Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
ανομοιοκαταληξία
sostantivo femminile
assenza [f] di rima
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ανόμημα [το] |
ανομία, (raro) ανομιά [-ας, η] |
ανομοιογένεια [-ας, η] |
ανομοιογενής [-ής, -ές] |
ανομοιοκατάληκτος [-η, -ο] |
ανομοιοκαταληξία [-ας, η] |
ανομοιομορφία [-ας, η] |
ανομοιόμορφος [-η, -ο] |
ανόμοιος [-α, -ο] |
ανομοιότητα [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|