Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
ανοξυγοναιμία
sostantivo femminile
anossiemia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ανομολόγητος [-η, -ο] |
άνομος [-η, -ο] |
ανοξαιμία [-ας, η] |
ανοξείδωτος [-η, -ο] |
ανοξία [-ας, η] |
ανοξυγοναιμία [-ας, η] |
ανοράκ [-, το] |
ανόργανος [-η/-ος, -... |
ανοργάνωτος [-η, -ο] |
ανόργωτος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|