Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αδιασάλευτος
aggettivo
non turbato; non scosso η δημόσια τάξη παρέμεινε αδιασάλευτη → l'ordine pubblico non è stato turbato
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδιάπλαστος [-η, -ο] |
αδιαπραγμάτευτος [-η, -ο] |
αδιάπτωτος [-η, -ο] |
αδιάρρηκτος [-η, -ο] |
αδιαρρύθμιστος [-η, -ο] |
αδιασάλευτος [-η, -ο] |
αδιασάφητος [-η, -ο] |
αδιασάφιστος [-η, -o] |
αδιασείστος [-η, -ο] |
αδιάσπαστος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|