Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αδιατάρακτος
aggettivo
1 imperturbato; non scosso
2 imperturbabile; tranquillo; sereno αδιατάρακτη γαλήνη → serenità imperturbabile | αδιατάρακτος ύπνος → sonno tranquillo
αδιατάραχτος
aggettivo
variante di αδιατάρακτος
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδιασάφιστος [-η, -o] |
αδιασείστος [-η, -ο] |
αδιάσπαστος [-η, -ο] |
αδιάστατος [-η, -ο] |
αδιασταύρωτος [-η, -ο] |
αδιατάρακτος [-η, -ο] |
αδιατάραχτος [-η, -ο] |
αδιατίμητος [-η, -ο] |
αδιάτρητος [-η, -ο] |
αδιατύπωτος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|