Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αδιάρρηκτος
aggettivo
1 non forzato; non scassinato αδιάρρηκτο χρηματοκιβώτιο → cassaforte non forzata
2 non forzabile; che non può essere scassinato αδιάρρηκτο χρηματοκιβώτιο → cassaforte blindata
3 solido; stabile; resistente αδιάρρηκτος μέτωπο → fronte compatto
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδιαπέραστος [-η, -ο] |
αδιαπερατότητα [-ας, η] |
αδιάπλαστος [-η, -ο] |
αδιαπραγμάτευτος [-η, -ο] |
αδιάπτωτος [-η, -ο] |
αδιάρρηκτος [-η, -ο] |
αδιαρρύθμιστος [-η, -ο] |
αδιασάλευτος [-η, -ο] |
αδιασάφητος [-η, -ο] |
αδιασάφιστος [-η, -o] |
αδιασείστος [-η, -ο] |
αδιάσπαστος [-η, -ο] |
αδιάστατος [-η, -ο] |
αδιασταύρωτος [-η, -ο] |
αδιατάρακτος [-η, -ο] |
αδιατάραχτος [-η, -ο] |
αδιατίμητος [-η, -ο] |
αδιάτρητος [-η, -ο] |
αδιατύπωτος [-η, -ο] |
αδιαφάνεια [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|